συστηματικότητα

συστηματικότητα
η, Ν
η ιδιότητα τού συστηματικού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συστηματικός. Η λ., στον λόγιο τ. συστηματικότης, μαρτυρείται από το 1801 στον Δανιήλ Φιλιππίδη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ανθρωπολογία — Επιστήμη που εξετάζει τον άνθρωπο στο σύνολο των σωματικών χαρακτηριστικών του και των εκδηλώσεων της διανοητικότητάς του· όπως την όρισε o Μπιφόν, είναι η φυσική ιστορία του ανθρώπινου γένους. Η α. μελετά τον άνθρωπο –στο παρελθόν και στο παρόν …   Dictionary of Greek

  • κατάλογος — Πίνακας, καταγραφή, απαρίθμηση μιας κατηγορίας αντικειμένων, σύμφωνα με καθορισμένη σειρά, συνήθως αλφαβητική. Ο όρος κ. στην κλασική αρχαιότητα σήμαινε ακριβώς μια κατάσταση αντικειμένων ή προσώπων που είχε συνταχθεί με βάση μια συγκεκριμένη… …   Dictionary of Greek

  • Δείναρχος — (Κόρινθος 360; – αρχές 3ου αι. π.Χ.). Ρήτορας. Έζησε στην Αθήνα ως μέτοικος γράφοντας λόγους για άλλους, κατά την περίοδο που βρισκόταν στην εξουσία η φιλομακεδονική κυβέρνηση που είχε εγκαθιδρύσει ο Κάσσανδρος και αργότερα όταν την εξουσία… …   Dictionary of Greek

  • Χέφντινγκ, Χαράλντ — (Heffding, 1843 – 1931). Δανός φιλόσοφος και ψυχολόγος. Σπούδασε αρχικά φιλολογία, μετά θεολογία και τέλος ασχολήθηκε με τη φιλοσοφία. Το 1880 διορίστηκε υφηγητής και το 1883 τακτικός καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Κοπεγχάγης. Στην έδρα του… …   Dictionary of Greek

  • μεθοδικότητα — η το να δουλεύει κανείς με μέθοδο, η μεθοδική ενέργεια, η συστηματικότητα: Η μεθοδικότητα με την οποία διδάσκει τραβάει την προσοχή των μαθητών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”